αεροπορική βάση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αεροπορική βάση | οι | αεροπορικές βάσεις |
γενική | της | αεροπορικής βάσης | των | αεροπορικών βάσεων |
αιτιατική | την | αεροπορική βάση | τις | αεροπορικές βάσεις |
κλητική | αεροπορική βάση | αεροπορικές βάσεις | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αεροπορική βάση < → δείτε τις λέξεις αεροπορικός και βάση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική air base
Προφορά επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
αεροπορική βάση θηλυκό
- (αεροπορικός όρος, στρατιωτικός όρος) στρατιωτικό αεροδρόμιο, στο οποίο παρέχεται στέγαση και υποστήριξη σε αεροσκάφη και προσωπικό
- ※ Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, η αμερικανική πλευρά θα δαπανήσει συνολικά 33,5 εκατ. δολάρια για την κατασκευή δύο υποστέγων και κτιρίων υποστήριξης στην αεροπορική βάση της Λάρισας, η οποία αποτελεί πλέον σταθερό σταθμό για μια σειρά από μονάδες της αεροπορίας των ΗΠΑ στην Ευρώπη (USAFE).
- Βασίλης Νέδος, 33,5 εκατ. δολάρια από ΗΠΑ για τη βάση στη Λάρισα, Η Καθημερινή, 30 Νοεμβρίου 2021
- ※ Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, η αμερικανική πλευρά θα δαπανήσει συνολικά 33,5 εκατ. δολάρια για την κατασκευή δύο υποστέγων και κτιρίων υποστήριξης στην αεροπορική βάση της Λάρισας, η οποία αποτελεί πλέον σταθερό σταθμό για μια σειρά από μονάδες της αεροπορίας των ΗΠΑ στην Ευρώπη (USAFE).
Μεταφράσεις επεξεργασία
αεροπορική βάση
|