Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αεροπορική βάση οι αεροπορικές βάσεις
      γενική της αεροπορικής βάσης των αεροπορικών βάσεων
    αιτιατική την αεροπορική βάση τις αεροπορικές βάσεις
     κλητική αεροπορική βάση αεροπορικές βάσεις
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεροπορική βάση < → δείτε τις λέξεις αεροπορικός και βάση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική air base

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.e.ɾo.po.ɾiˈci ˈva.si/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

αεροπορική βάση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία