αεροναυτία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αεροναυτία θηλυκό
- (αεροπορικός όρος), (ιατρική): ναυτία που απαντάται σε πτητικό μέσον
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αεροναυτία
|
αεροναυτία θηλυκό
|