πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αεροναυπηγικός η αεροναυπηγική το αεροναυπηγικό
      γενική του αεροναυπηγικού της αεροναυπηγικής του αεροναυπηγικού
    αιτιατική τον αεροναυπηγικό την αεροναυπηγική το αεροναυπηγικό
     κλητική αεροναυπηγικέ αεροναυπηγική αεροναυπηγικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αεροναυπηγικοί οι αεροναυπηγικές τα αεροναυπηγικά
      γενική των αεροναυπηγικών των αεροναυπηγικών των αεροναυπηγικών
    αιτιατική τους αεροναυπηγικούς τις αεροναυπηγικές τα αεροναυπηγικά
     κλητική αεροναυπηγικοί αεροναυπηγικές αεροναυπηγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
αεροναυπηγικός < αερο- + ναυπηγικός Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

αεροναυπηγικός, -ή, -ό

  1. (αεροπορικός όρος) που σχετίζεται με την αεροναυπηγική
  2.  δείτε το θηλυκό ως ουσιαστικό  αεροναυπηγική

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία