αεροθεραπεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αεροθεραπεία < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) αγγλική aerotherapy [1][2] (δείτε και τη γαλλική aérothérapie) <αρχαία ελληνική ἀήρ, ἀερο- + θεραπεία. Μορφολογικά αναλύεται σε αερο- + -θεραπεία
- ἀεροθεραπεία (μαρτυρείται από το 1892)[3]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.e.ɾo.θe.ɾaˈpi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐ρο‐θε‐ρα‐πεί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
αεροθεραπεία θηλυκό
- η χρησιμοποίηση του καθαρού αέρα της υπαίθρου για θεραπευτικούς λόγους
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αεροθεραπεία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αεροθεραπεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αεροθεραπεία - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ σελ. 17, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου