Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αερασθένεια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αερασθένει
α
οι
αερασθένει
ες
γενική
της
αερασθένει
ας
των
αερασθενει
ών
αιτιατική
την
αερασθένει
α
τις
αερασθένει
ες
κλητική
αερασθένει
α
αερασθένει
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αερασθένεια
<
αήρ
+
ασθένεια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αερασθένεια
θηλυκό
(
αεροπορικός όρος
), (
ιατρική
): παλαιότερη ονομασία της
αεροναυτίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αερασθένεια