αεράμυνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αεράμυνα | οι | αεράμυνες |
γενική | της | αεράμυνας | των | (αεραμυνών) |
αιτιατική | την | αεράμυνα | τις | αεράμυνες |
κλητική | αεράμυνα | αεράμυνες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααεράμυνα θηλυκό