Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αειφαγία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἀειφυγία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αειφαγί
α
οι
αειφαγί
ες
γενική
της
αειφαγί
ας
των
αειφαγι
ών
αιτιατική
την
αειφαγί
α
τις
αειφαγί
ες
κλητική
αειφαγί
α
αειφαγί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αειφαγία
<
αειφάγος
+
-ία
<
αεί
+
-φαγία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αειφαγία
θηλυκό
το να τρώει κάποιος συνέχεια
η
τάση
κάποιου να
τρώει
συνέχεια, η
ροπή
του προς αυτό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αειφαγία