Δείτε επίσης: ἀειφυγία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αειφαγία οι αειφαγίες
      γενική της αειφαγίας των αειφαγιών
    αιτιατική την αειφαγία τις αειφαγίες
     κλητική αειφαγία αειφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αειφαγία < αειφάγος + -ία < αεί + -φαγία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αειφαγία θηλυκό

  1. το να τρώει κάποιος συνέχεια
  2. η τάση κάποιου να τρώει συνέχεια, η ροπή του προς αυτό

  Μεταφράσεις επεξεργασία