Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδρομέρεια οι αδρομέρειες
      γενική της αδρομέρειας των αδρομερειών
    αιτιατική την αδρομέρεια τις αδρομέρειες
     κλητική αδρομέρεια αδρομέρειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδρομέρεια < αδρομερής + -εια < (ελληνιστική κοινή) ἁδρομερής < ἁδρός + μέρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αδρομέρεια θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία