αδρομέρεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αδρομέρεια θηλυκό
- η προσέγγιση ή η ανάπτυξη ενός θέματος σε αδρές, σε γενικές γραμμές, χωρίς να μπαίνουμε σε λεπτομέρειες
- περιορισμένη διακριτότητα
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αδρομερής
- αδρομερώς
- αδρομερισμός
- αδρομεριστής
- αδρομεριστικός
- → δείτε τις λέξεις ἁδρός, αδρός και μέρος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αδρομέρεια