αδικούμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδικούμαι, παθητική φωνή του αδικώ
Ρήμα επεξεργασία
αδικούμαι, στ.μέλλ.: θα αδικηθώ, αόρ.: αδικήθηκα, μτχ.π.π.: αδικημένος
Κλίση επεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αδικούμαι | αδικούμουν | θα αδικούμαι | να αδικούμαι | αδικούμενος | |
β' ενικ. | αδικείσαι | αδικούσουν | θα αδικείσαι | να αδικείσαι | ||
γ' ενικ. | αδικείται | αδικούνταν | θα αδικείται | να αδικείται | ||
α' πληθ. | αδικούμαστε | αδικούμασταν αδικούμαστε |
θα αδικούμαστε | να αδικούμαστε | ||
β' πληθ. | αδικείστε | αδικούσασταν αδικούσαστε |
θα αδικείστε | να αδικείστε | αδικείστε | |
γ' πληθ. | αδικούνται | αδικούνταν | θα αδικούνται | να αδικούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αδικήθηκα | θα αδικηθώ | να αδικηθώ | αδικηθεί | ||
β' ενικ. | αδικήθηκες | θα αδικηθείς | να αδικηθείς | αδικήσου | ||
γ' ενικ. | αδικήθηκε | θα αδικηθεί | να αδικηθεί | |||
α' πληθ. | αδικηθήκαμε | θα αδικηθούμε | να αδικηθούμε | |||
β' πληθ. | αδικηθήκατε | θα αδικηθείτε | να αδικηθείτε | αδικηθείτε | ||
γ' πληθ. | αδικήθηκαν αδικηθήκαν(ε) |
θα αδικηθούν(ε) | να αδικηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αδικηθεί | είχα αδικηθεί | θα έχω αδικηθεί | να έχω αδικηθεί | αδικημένος | |
β' ενικ. | έχεις αδικηθεί | είχες αδικηθεί | θα έχεις αδικηθεί | να έχεις αδικηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αδικηθεί | είχε αδικηθεί | θα έχει αδικηθεί | να έχει αδικηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αδικηθεί | είχαμε αδικηθεί | θα έχουμε αδικηθεί | να έχουμε αδικηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αδικηθεί | είχατε αδικηθεί | θα έχετε αδικηθεί | να έχετε αδικηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αδικηθεί | είχαν αδικηθεί | θα έχουν αδικηθεί | να έχουν αδικηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αδικημένος - είμαστε, είστε, είναι αδικημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αδικημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αδικημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αδικημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αδικημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αδικημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αδικημένοι |
Μεταφράσεις επεξεργασία
αδικούμαι
|