Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδικοπραγία οι αδικοπραγίες
      γενική της αδικοπραγίας των αδικοπραγιών
    αιτιατική την αδικοπραγία τις αδικοπραγίες
     κλητική αδικοπραγία αδικοπραγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδικοπραγία < αρχαία ελληνική ἀδικοπραγέω / ἀδικοπραγ(ῶ) + -ία [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αδικοπραγία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία