Δείτε επίσης: ἀδιάλεκτος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιάλεχτος η αδιάλεχτη το αδιάλεχτο
      γενική του αδιάλεχτου της αδιάλεχτης του αδιάλεχτου
    αιτιατική τον αδιάλεχτο την αδιάλεχτη το αδιάλεχτο
     κλητική αδιάλεχτε αδιάλεχτη αδιάλεχτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιάλεχτοι οι αδιάλεχτες τα αδιάλεχτα
      γενική των αδιάλεχτων των αδιάλεχτων των αδιάλεχτων
    αιτιατική τους αδιάλεχτους τις αδιάλεχτες τα αδιάλεχτα
     κλητική αδιάλεχτοι αδιάλεχτες αδιάλεχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδιάλεχτος < α- + διαλέγω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αδιάλεχτος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία