αδενοϊός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αδενοϊός | οι | αδενοϊοί |
γενική | του | αδενοϊού | των | αδενοϊών |
αιτιατική | τον | αδενοϊό | τους | αδενοϊούς |
κλητική | αδενοϊέ | αδενοϊοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αδενοϊός < αδέν(ας) + -ο- + ιός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίααδενοϊός αρσενικό
- (ιατρική, βιολογία) ιός που ευθύνεται για πολλές οξείες λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος και βρίσκεται συχνότερα στους αδενοειδείς ιστούς
Μεταφράσεις
επεξεργασία αδενοϊός
|