αδειούχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδειούχος < άδει(α) + -ούχος (< έχω)
- και (ουσιαστικοποιημένο)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ðiˈu.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δει‐ού‐χος
Επίθετο
επεξεργασίααδειούχος -ος/-α -ο
- που απουσιάζει από την εργασία του ή την υπηρεσία του έχοντας πάρει άδεια
- που έχει άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααδειούχος αρσενικό ή θηλυκό
- που είναι αδειούχος