Ετυμολογία

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδειούχος η αδειούχος
& αδειούχα
το αδειούχο
      γενική του αδειούχου της αδειούχου
& αδειούχας
του αδειούχου
    αιτιατική τον αδειούχο την αδειούχο
& αδειούχα
το αδειούχο
     κλητική αδειούχε αδειούχε
& αδειούχα
αδειούχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδειούχοι οι αδειούχοι
& αδειούχες
τα αδειούχα
      γενική των αδειούχων των αδειούχων των αδειούχων
    αιτιατική τους αδειούχους τις αδειούχους
& αδειούχες
τα αδειούχα
     κλητική αδειούχοι αδειούχοι
& αδειούχες
αδειούχα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

αδειούχος -ος/-α -ο

  1. που απουσιάζει από την εργασία του ή την υπηρεσία του έχοντας πάρει άδεια
  2. που έχει άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία