Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδειούχος < άδει(α) + -ούχος (< έχω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ðiˈu.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐δει‐ού‐χος

  Επίθετο επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδειούχος η αδειούχος
αδειούχα
το αδειούχο
      γενική του αδειούχου της αδειούχου
αδειούχας
του αδειούχου
    αιτιατική τον αδειούχο την αδειούχο
αδειούχα
το αδειούχο
     κλητική αδειούχε αδειούχε
αδειούχα
αδειούχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδειούχοι οι αδειούχοι
αδειούχες
τα αδειούχα
      γενική των αδειούχων των αδειούχων των αδειούχων
    αιτιατική τους αδειούχους τις αδειούχους
αδειούχες
τα αδειούχα
     κλητική αδειούχοι αδειούχοι
αδειούχες
αδειούχα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

αδειούχος -ος/-α -ο

  1. που απουσιάζει από την εργασία του ή την υπηρεσία του έχοντας πάρει άδεια
  2. που έχει άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αδειούχος οι αδειούχοι
      γενική του/της αδειούχου των αδειούχων
    αιτιατική τον/την αδειούχο τους/τις αδειούχους
     κλητική αδειούχε αδειούχοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

αδειούχος αρσενικό ή θηλυκό