Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδείλιαστος η αδείλιαστη το αδείλιαστο
      γενική του αδείλιαστου της αδείλιαστης του αδείλιαστου
    αιτιατική τον αδείλιαστο την αδείλιαστη το αδείλιαστο
     κλητική αδείλιαστε αδείλιαστη αδείλιαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδείλιαστοι οι αδείλιαστες τα αδείλιαστα
      γενική των αδείλιαστων των αδείλιαστων των αδείλιαστων
    αιτιατική τους αδείλιαστους τις αδείλιαστες τα αδείλιαστα
     κλητική αδείλιαστοι αδείλιαστες αδείλιαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδείλιαστος < α- στερητικό + δειλιάζω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αδείλιαστος, -η, -ο

  1. που δεν δειλιάζει
    Και ως λέοντας και αδείλιαστος αγριόχοιρος στο όρος / μάχονται μεγαλόψυχα για μια μικρή βρυσούλα .. (Ομήρου Ιλιάδα, Π 823-4, μετάφραση Ι. Πολυλά)

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία