Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδάνειστος η αδάνειστη το αδάνειστο
      γενική του αδάνειστου της αδάνειστης του αδάνειστου
    αιτιατική τον αδάνειστο την αδάνειστη το αδάνειστο
     κλητική αδάνειστε αδάνειστη αδάνειστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδάνειστοι οι αδάνειστες τα αδάνειστα
      γενική των αδάνειστων των αδάνειστων των αδάνειστων
    αιτιατική τους αδάνειστους τις αδάνειστες τα αδάνειστα
     κλητική αδάνειστοι αδάνειστες αδάνειστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδάνειστος < αρχαία ελληνική ἀδάνειστος < α- + δανείζω

  Επίθετο επεξεργασία

αδάνειστος, -η, -ο

  1. που δεν έχει δανειστεί
  2. που δεν μπορεί να δανειστεί
  3. που δεν θέλει να πάρει δάνειο

  Μεταφράσεις επεξεργασία