αγριοκυδωνιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγριοκυδωνιά | οι | αγριοκυδωνιές |
γενική | της | αγριοκυδωνιάς | των | αγριοκυδωνιών |
αιτιατική | την | αγριοκυδωνιά | τις | αγριοκυδωνιές |
κλητική | αγριοκυδωνιά | αγριοκυδωνιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɣɾi.o.ci.ðoˈɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γρι‐ο‐κυ‐δω‐νιά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγριοκυδωνιά θηλυκό
- (δέντρο) φυλλοβόλο δέντρο της οικογένειας των Ροδοειδών οι καρποί του οποίου χρησιμοποιούνται ως βότανο, το σόρβον
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
Σόρβον στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγριοκυδωνιά
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ αγριοκυδωνιά - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία
- αγριοκυδωνιά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)