πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγριοκυδωνιά οι αγριοκυδωνιές
      γενική της αγριοκυδωνιάς των αγριοκυδωνιών
    αιτιατική την αγριοκυδωνιά τις αγριοκυδωνιές
     κλητική αγριοκυδωνιά αγριοκυδωνιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αγριοκυδωνιά < αγριο- + κυδωνιά[1]
ΔΦΑ : /a.ɣɾi.o.ci.ðoˈɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγριοκυδωνιά

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγριοκυδωνιά θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. αγριοκυδωνιά -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  • αγριοκυδωνιά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)