Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγριοκοίταγμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αγριοκοίταγμα
τα
αγριοκοιτάγμα
τ
α
γενική
του
αγριοκοιτάγμα
τ
ος
των
αγριοκοιταγμά
τ
ων
αιτιατική
το
αγριοκοίταγμα
τα
αγριοκοιτάγμα
τ
α
κλητική
αγριοκοίταγμα
αγριοκοιτάγμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγριοκοίταγμα
<
αγριοκοιτάζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγριοκοίταγμα
ουδέτερο
ένα
άγριο
κοίταγμα
, μια άγρια ματιά που δηλώνει θυμό ή εχθρότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγριοκοίταγμα
αγγλικά
:
glare
(en)