αγριλίδια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αγριλίδια | ||
γενική | των | αγριλιδιών | ||
αιτιατική | τα | αγριλίδια | ||
κλητική | αγριλίδια | |||
Οι καταλήξεις -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɣɾiˈʎi.ðʝa/[1]
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γρι‐λί‐δια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγριλίδια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ιδιωματικό, βοτανική) οι παραφυάδες της αγριελιάς
- → δείτε και τη λέξη αγριλίδι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγριλίδια
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- αγριλίδια: κλιτικός τύπος υποκοριστικού
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγριλίδια ουδέτερο
Αναφορές
επεξεργασία
- 1 2 Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 31.