Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγνύθα < αρχαία ελληνικά αγνύς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγνύθα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία