αγνίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγνίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἁγνίζω [1] < ἁγνός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈɣni.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γνί‐ζω
Ρήμα επεξεργασία
αγνίζω, αόρ.: άγνισα, παθ.φωνή: αγνίζομαι, π.αόρ.: αγνίστηκα, μτχ.π.π.: αγνισμένος [2]
- κάνω κάτι αγνό, εξαγνίζω, αποκαθαίρω
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη αγνός
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγνίζω | άγνιζα | θα αγνίζω | να αγνίζω | αγνίζοντας | |
β' ενικ. | αγνίζεις | άγνιζες | θα αγνίζεις | να αγνίζεις | άγνιζε | |
γ' ενικ. | αγνίζει | άγνιζε | θα αγνίζει | να αγνίζει | ||
α' πληθ. | αγνίζουμε | αγνίζαμε | θα αγνίζουμε | να αγνίζουμε | ||
β' πληθ. | αγνίζετε | αγνίζατε | θα αγνίζετε | να αγνίζετε | αγνίζετε | |
γ' πληθ. | αγνίζουν(ε) | άγνιζαν αγνίζαν(ε) |
θα αγνίζουν(ε) | να αγνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | άγνισα | θα αγνίσω | να αγνίσω | αγνίσει | ||
β' ενικ. | άγνισες | θα αγνίσεις | να αγνίσεις | άγνισε | ||
γ' ενικ. | άγνισε | θα αγνίσει | να αγνίσει | |||
α' πληθ. | αγνίσαμε | θα αγνίσουμε | να αγνίσουμε | |||
β' πληθ. | αγνίσατε | θα αγνίσετε | να αγνίσετε | αγνίστε | ||
γ' πληθ. | άγνισαν αγνίσαν(ε) |
θα αγνίσουν(ε) | να αγνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αγνίσει | είχα αγνίσει | θα έχω αγνίσει | να έχω αγνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αγνίσει | είχες αγνίσει | θα έχεις αγνίσει | να έχεις αγνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αγνίσει | είχε αγνίσει | θα έχει αγνίσει | να έχει αγνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αγνίσει | είχαμε αγνίσει | θα έχουμε αγνίσει | να έχουμε αγνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αγνίσει | είχατε αγνίσει | θα έχετε αγνίσει | να έχετε αγνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αγνίσει | είχαν αγνίσει | θα έχουν αγνίσει | να έχουν αγνίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγνίζομαι | αγνιζόμουν(α) | θα αγνίζομαι | να αγνίζομαι | ||
β' ενικ. | αγνίζεσαι | αγνιζόσουν(α) | θα αγνίζεσαι | να αγνίζεσαι | ||
γ' ενικ. | αγνίζεται | αγνιζόταν(ε) | θα αγνίζεται | να αγνίζεται | ||
α' πληθ. | αγνιζόμαστε | αγνιζόμαστε αγνιζόμασταν |
θα αγνιζόμαστε | να αγνιζόμαστε | ||
β' πληθ. | αγνίζεστε | αγνιζόσαστε αγνιζόσασταν |
θα αγνίζεστε | να αγνίζεστε | (αγνίζεστε) | |
γ' πληθ. | αγνίζονται | αγνίζονταν αγνιζόντουσαν |
θα αγνίζονται | να αγνίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγνίστηκα | θα αγνιστώ | να αγνιστώ | αγνιστεί | ||
β' ενικ. | αγνίστηκες | θα αγνιστείς | να αγνιστείς | αγνίσου | ||
γ' ενικ. | αγνίστηκε | θα αγνιστεί | να αγνιστεί | |||
α' πληθ. | αγνιστήκαμε | θα αγνιστούμε | να αγνιστούμε | |||
β' πληθ. | αγνιστήκατε | θα αγνιστείτε | να αγνιστείτε | αγνιστείτε | ||
γ' πληθ. | αγνίστηκαν αγνιστήκαν(ε) |
θα αγνιστούν(ε) | να αγνιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αγνιστεί | είχα αγνιστεί | θα έχω αγνιστεί | να έχω αγνιστεί | αγνισμένος | |
β' ενικ. | έχεις αγνιστεί | είχες αγνιστεί | θα έχεις αγνιστεί | να έχεις αγνιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αγνιστεί | είχε αγνιστεί | θα έχει αγνιστεί | να έχει αγνιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αγνιστεί | είχαμε αγνιστεί | θα έχουμε αγνιστεί | να έχουμε αγνιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αγνιστεί | είχατε αγνιστεί | θα έχετε αγνιστεί | να έχετε αγνιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αγνιστεί | είχαν αγνιστεί | θα έχουν αγνιστεί | να έχουν αγνιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αγνισμένος - είμαστε, είστε, είναι αγνισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αγνισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αγνισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αγνισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αγνισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αγνισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αγνισμένοι |
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγνίζω
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αγνίζω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)