αγκυρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αγκυρώνω < άγκυρα + -ώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική verankern[1] ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική ancrer[1])
Ρήμα
επεξεργασία
αγκυρώνω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγκυρώνω | αγκύρωνα | θα αγκυρώνω | να αγκυρώνω | αγκυρώνοντας | |
β' ενικ. | αγκυρώνεις | αγκύρωνες | θα αγκυρώνεις | να αγκυρώνεις | αγκύρωνε | |
γ' ενικ. | αγκυρώνει | αγκύρωνε | θα αγκυρώνει | να αγκυρώνει | ||
α' πληθ. | αγκυρώνουμε | αγκυρώναμε | θα αγκυρώνουμε | να αγκυρώνουμε | ||
β' πληθ. | αγκυρώνετε | αγκυρώνατε | θα αγκυρώνετε | να αγκυρώνετε | αγκυρώνετε | |
γ' πληθ. | αγκυρώνουν(ε) | αγκύρωναν αγκυρώναν(ε) |
θα αγκυρώνουν(ε) | να αγκυρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγκύρωσα | θα αγκυρώσω | να αγκυρώσω | αγκυρώσει | ||
β' ενικ. | αγκύρωσες | θα αγκυρώσεις | να αγκυρώσεις | αγκύρωσε | ||
γ' ενικ. | αγκύρωσε | θα αγκυρώσει | να αγκυρώσει | |||
α' πληθ. | αγκυρώσαμε | θα αγκυρώσουμε | να αγκυρώσουμε | |||
β' πληθ. | αγκυρώσατε | θα αγκυρώσετε | να αγκυρώσετε | αγκυρώστε | ||
γ' πληθ. | αγκύρωσαν αγκυρώσαν(ε) |
θα αγκυρώσουν(ε) | να αγκυρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αγκυρώσει | είχα αγκυρώσει | θα έχω αγκυρώσει | να έχω αγκυρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αγκυρώσει | είχες αγκυρώσει | θα έχεις αγκυρώσει | να έχεις αγκυρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αγκυρώσει | είχε αγκυρώσει | θα έχει αγκυρώσει | να έχει αγκυρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αγκυρώσει | είχαμε αγκυρώσει | θα έχουμε αγκυρώσει | να έχουμε αγκυρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αγκυρώσει | είχατε αγκυρώσει | θα έχετε αγκυρώσει | να έχετε αγκυρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αγκυρώσει | είχαν αγκυρώσει | θα έχουν αγκυρώσει | να έχουν αγκυρώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγκυρώνω
|
Αναφορές
επεξεργασία
- 1 2 αγκυρώνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)