Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγκιναρόκηπος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αγκιναρόκηπ
ος
οι
αγκιναρόκηπ
οι
γενική
του
αγκιναρόκηπ
ου
των
αγκιναρόκηπ
ων
αιτιατική
τον
αγκιναρόκηπ
ο
τους
αγκιναρόκηπ
ους
κλητική
αγκιναρόκηπ
ε
αγκιναρόκηπ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγκιναρόκηπος
<
αγκινάρα
+
-ο-
+
κήπος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγκιναρόκηπος
αρσενικό
κήπος
με
αγκινάρες
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
αγκινάρα
και
κήπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγκιναρόκηπος