αγκαζάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγκαζάρισμα < αγκαζάρω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγκαζάρισμα ουδέτερο
- ανάληψη υποχρέωσης για την εκτέλεση έργου
- απόκτηση προτεραιότητας σε κάτι
- πιάνω αγκαζέ ταίρι μου
αγκαζάρισμα ουδέτερο