αγιολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αγιολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hagiologie ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hagiology < αρχαία ελληνική ἅγιος + λέγω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγιολογία θηλυκό
- (θρησκεία) κλάδος της θεολογίας που μελετά τη ζωή, το έργο και την τιμή των αγίων μέσα από την εκκλησιαστική γραμματεία και παράδοση
- (θρησκεία) άλλη μορφή του αγιολόγιο
Συγγενικά
επεξεργασία- αγιολόγι / αγιολόγιο
- αγιολογικά
- αγιολογικός
- αγιολογικώς
- αγιολόγος
- → δείτε τις λέξεις άγιος και λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- αγιολογία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αγιολογία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- αγιολογία - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας