αγευσία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγευσία | οι | αγευσίες |
γενική | της | αγευσίας | των | αγευσιών |
αιτιατική | την | αγευσία | τις | αγευσίες |
κλητική | αγευσία | αγευσίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αγευσία < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική ageusia < a- + αρχαία ελληνική γεῦσις + -ia
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ʝeˈfsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γευ‐σί‐α
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αγευσία θηλυκό
- (ιατρική) η απώλεια γεύσης
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αγευσία
|