αγενεσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αγενεσία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική agenesia ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική agénésie < αρχαία ελληνική ἀ- + γένεσις < γίγνομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγενεσία θηλυκό
- (ιατρική) ιατρική ανωμαλία κατά την οποία ένα όργανο, ιστός ή μέλος του σώματος δεν αναπτύσσεται πλήρως ή απουσιάζει εκ γενετής
- ※ Το πρώτο παιδί που είχε αποτυπωθεί από τον ιατροδικαστή αγενεσία φλεβόκομβου που είναι μια πολύ σπάνια πάθηση και οδήγησε το παιδί 7 μηνών να πεθάνει, ουσιαστικά θα τεθεί υπό διερεύνηση, υπάρχει σαν οντότητα επιστημονική. (www.ertnews.gr, 11.02.2022)
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- αγενεσία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αγενεσία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)