αγειτόνευτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγειτόνευτος < α- + γειτονεύω + -τος < αρχαία ελληνική γειτονεύω < γείτων (πβ. αρχαία ελληνική ἀγείτων)
Επίθετο επεξεργασία
αγειτόνευτος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγειτόνευτος
αγειτόνευτος