Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγειτόνευτος η αγειτόνευτη το αγειτόνευτο
      γενική του αγειτόνευτου της αγειτόνευτης του αγειτόνευτου
    αιτιατική τον αγειτόνευτο την αγειτόνευτη το αγειτόνευτο
     κλητική αγειτόνευτε αγειτόνευτη αγειτόνευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγειτόνευτοι οι αγειτόνευτες τα αγειτόνευτα
      γενική των αγειτόνευτων των αγειτόνευτων των αγειτόνευτων
    αιτιατική τους αγειτόνευτους τις αγειτόνευτες τα αγειτόνευτα
     κλητική αγειτόνευτοι αγειτόνευτες αγειτόνευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγειτόνευτος < α- + γειτονεύω + -τος < αρχαία ελληνική γειτονεύω < γείτων (πβ. αρχαία ελληνική ἀγείτων)

  Επίθετο επεξεργασία

αγειτόνευτος

  1. που δεν έχει γείτονες
     συνώνυμα: απομονωμένος, έρημος
  2. που δεν έχει (καλές) σχέσεις με τους γείτονες
     συνώνυμα: ακοινώνητος

  Μεταφράσεις επεξεργασία