αγγινάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αγγινάρα < μεσαιωνική ελληνική ἀγκινάρα[1] < ελληνιστική κοινή κινάρα < αρχαία ελληνική κυνάρα
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aŋ.ɟiˈna.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γι‐νά‐ρα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγγινάρα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγγινάρα
|
Πηγές
επεξεργασία
- αγγινάρα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ ἀγκινάρα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)