↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγγελόψαρο τα αγγελόψαρα
      γενική του αγγελόψαρου των αγγελόψαρων
    αιτιατική το αγγελόψαρο τα αγγελόψαρα
     κλητική αγγελόψαρο αγγελόψαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ένα αγγελόψαρο

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγγελόψαρο < αγγελό- + -ψαρο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aŋ.ɟeˈlo.psa.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγ‐γε‐λό‐ψα‐ρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγγελόψαρο ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • αγγελόψαροΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)