αβτζής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αβτζής | οι | αβτζήδες |
γενική | του | αβτζή | των | αβτζήδων |
αιτιατική | τον | αβτζή | τους | αβτζήδες |
κλητική | αβτζή | αβτζήδες | ||
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αβτζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική avcı < av (κυνήγι) + -cı < παλαιά τουρκική av / ab < πρωτοτουρκική *āb / *Āb (κυνήγι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααβτζής αρσενικό
- (παρωχημένο, λαϊκότροπο, επάγγελμα) ο κυνηγός
- (παρωχημένο, λαϊκότροπο) ο (δεινός) σκοπευτής