Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ίσχνανε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ισχναίνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ισχναίνω