ίσχαιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ίσχαιμος | η | ίσχαιμη | το | ίσχαιμο |
γενική | του | ίσχαιμου | της | ίσχαιμης | του | ίσχαιμου |
αιτιατική | τον | ίσχαιμο | την | ίσχαιμη | το | ίσχαιμο |
κλητική | ίσχαιμε | ίσχαιμη | ίσχαιμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ίσχαιμοι | οι | ίσχαιμες | τα | ίσχαιμα |
γενική | των | ίσχαιμων | των | ίσχαιμων | των | ίσχαιμων |
αιτιατική | τους | ίσχαιμους | τις | ίσχαιμες | τα | ίσχαιμα |
κλητική | ίσχαιμοι | ίσχαιμες | ίσχαιμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ίσχαιμος < αρχαία ελληνική ἴσχαιμος
Επίθετο επεξεργασία
ίσχαιμος -η (-ος, στην καθαρεύουσα), -ο (-ον, στην καθαρεύουσα)
- (λόγιο, ιατρική) που περιορίζει τη ροή του αίματος (λ.χ. σε περιπτώσεις αιμορραγίας από τραυματισμό)
- → δείτε τον όρο ίσχαιμη περίδεση
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ίσχαιμος
|