Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ίσθμιος η ίσθμια το ίσθμιο
      γενική του ίσθμιου της ίσθμιας του ίσθμιου
    αιτιατική τον ίσθμιο την ίσθμια το ίσθμιο
     κλητική ίσθμιε ίσθμια ίσθμιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ίσθμιοι οι ίσθμιες τα ίσθμια
      γενική των ίσθμιων των ίσθμιων των ίσθμιων
    αιτιατική τους ίσθμιους τις ίσθμιες τα ίσθμια
     κλητική ίσθμιοι ίσθμιες ίσθμια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ίσθμιος < αρχαία ελληνική Ἴσθμιος

  Επίθετο επεξεργασία

ίσθμιος, -α, -ο

  • που αναφέρεται στον ισθμό της Κορίνθου

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία