ήχηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ήχηση | οι | ηχήσεις |
γενική | της | ήχησης* | των | ηχήσεων |
αιτιατική | την | ήχηση | τις | ηχήσεις |
κλητική | ήχηση | ηχήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ηχήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαήχηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ηχώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία ήχηση
|