Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ήγουν
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Σύνδεσμος
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ήγουν
<
αρχαία ελληνική
ἤγουν
<
ἤ
γε
οὖν
Σύνδεσμος
επεξεργασία
ήγουν
(
αρχαιοπρεπές
)
δηλαδή
Συνώνυμα
επεξεργασία
ήτοι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ήγουν
→
δείτε
τη λέξη
δηλαδή