Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έψηση οι εψήσεις
      γενική της έψησης* των εψήσεων
    αιτιατική την έψηση τις εψήσεις
     κλητική έψηση εψήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εψήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

έψηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕψη(σις) + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

έψηση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία