έψηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έψηση | οι | εψήσεις |
γενική | της | έψησης* | των | εψήσεων |
αιτιατική | την | έψηση | τις | εψήσεις |
κλητική | έψηση | εψήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εψήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- έψηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕψη(σις) + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
έψηση θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) το ψήσιμο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
έψηση
|
Πηγές επεξεργασία
- έψηση - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)