Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ένδακρυς < ελληνιστική ἔνδακρυς < ἐν + δάκρυ

  Επίθετο επεξεργασία

ένδακρυς, -υς, υ

  1. δακρυσμένος, με δάκρυα στα μάτια
    τον παρακάλεσα, γονυπετής και ένδακρυς

  Μεταφράσεις επεξεργασία