ένδακρυς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ένδακρυς < ελληνιστική ἔνδακρυς < ἐν + δάκρυ
Επίθετο επεξεργασία
ένδακρυς, -υς, υ
- δακρυσμένος, με δάκρυα στα μάτια
- τον παρακάλεσα, γονυπετής και ένδακρυς
Μεταφράσεις επεξεργασία
ένδακρυς
|