έμπεδο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έμπεδο | τα | έμπεδα |
γενική | του | έμπεδου | των | έμπεδων |
αιτιατική | το | έμπεδο | τα | έμπεδα |
κλητική | έμπεδο | έμπεδα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- έμπεδο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου έμπεδος < αρχαία ελληνική ἔμπεδος[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
έμπεδο ουδέτερο
- (στρατιωτικός όρος) τάγμα ή άλλο στρατιωτικό τμήμα, που παραμένει στη βάση του, την έδρα του, εκπαιδεύοντας νεοσυλλέκτους και προσφέροντας άλλες υπηρεσίες στα μετόπισθεν
Δείτε επίσης επεξεργασία
- λήγουν σε -πεδο - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ έμπεδο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- έμπεδο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)