Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έμπεδο τα έμπεδα
      γενική του έμπεδου των έμπεδων
    αιτιατική το έμπεδο τα έμπεδα
     κλητική έμπεδο έμπεδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

έμπεδο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου έμπεδος < αρχαία ελληνική ἔμπεδος[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

έμπεδο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία