έκτη αίσθηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
έκτη αίσθηση θηλυκό
- (μεταφορικά) η δυνατότητα να διαισθανθεί κάποιος την άμεση μελλοντική έκβαση ενός γεγονότος με μία επιπλέον ενορατική αίσθηση
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
έκτη αίσθηση