• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

έκκεντρο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις
    • 1.3 Κλιτικός τύπος επιθέτου

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έκκεντρο τα έκκεντρα
      γενική του έκκεντρου των έκκεντρων
    αιτιατική το έκκεντρο τα έκκεντρα
     κλητική έκκεντρο έκκεντρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
έκκεντρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου έκκεντρος, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική excentrique

Ουσιαστικό

επεξεργασία

έκκεντρο ουδέτερο

  • (μηχανική) τμήμα μηχανής που περιστρέφεται παλινδρομικά γύρω από άξονα που δεν περνάει ακριβώς από το κέντρο του

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • κνώδακας

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    έκκεντρο
  • αγγλικά : cam (en)
  • γαλλικά : excentrique (fr)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

έκκεντρο

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του έκκεντρος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του έκκεντρος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=έκκεντρο&oldid=5532914"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Φεβρουαρίου 2022, στις 11:18

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Φεβρουαρίου 2022, στις 11:18.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας