↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έκκεντρο τα έκκεντρα
      γενική του έκκεντρου των έκκεντρων
    αιτιατική το έκκεντρο τα έκκεντρα
     κλητική έκκεντρο έκκεντρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
έκκεντρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου έκκεντρος, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική excentrique

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

έκκεντρο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

έκκεντρο

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του έκκεντρος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του έκκεντρος