έγια μόλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- έγια μόλα < έγια + ιταλ. molla, προστ. του mollare
Επιφώνημα επεξεργασία
έγια μόλα
- ρυθμικό παράγγελμα για να τραβούν κουπί οι βαρκάρηδες· συνήθως συμπληρώνεται από το έγια λέσα
- Έγια μόλα το καΐκι Γιακουμή / Έγια μόλα κι είν’ η θάλασσα πικρή (από τραγούδι)
- Έγια μόλα έγια λέσα / έχει ο σάκκος ψάρια μέσα (από τραγούδι)