Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

έγια μόλα < έγια + ιταλ. molla, προστ. του mollare

  Επιφώνημα επεξεργασία

έγια μόλα

  1. ρυθμικό παράγγελμα για να τραβούν κουπί οι βαρκάρηδες· συνήθως συμπληρώνεται από το έγια λέσα
    Έγια μόλα το καΐκι Γιακουμή / Έγια μόλα κι είν’ η θάλασσα πικρή (από τραγούδι)
    Έγια μόλα έγια λέσα / έχει ο σάκκος ψάρια μέσα (από τραγούδι)

  Μεταφράσεις επεξεργασία