άφθιτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άφθιτος | η | άφθιτη | το | άφθιτο |
γενική | του | άφθιτου | της | άφθιτης | του | άφθιτου |
αιτιατική | τον | άφθιτο | την | άφθιτη | το | άφθιτο |
κλητική | άφθιτε | άφθιτη | άφθιτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άφθιτοι | οι | άφθιτες | τα | άφθιτα |
γενική | των | άφθιτων | των | άφθιτων | των | άφθιτων |
αιτιατική | τους | άφθιτους | τις | άφθιτες | τα | άφθιτα |
κλητική | άφθιτοι | άφθιτες | άφθιτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- άφθιτος στερητικό α- + το παράγωγο του ρήματος φθίνω με τη αμετάβατη σημασία του που σημαίνει χάνομαι, μαραίνομαι, φθείρομαι, τελειώνω.
Επίθετο επεξεργασία
άφθιτος, -η, -το
- ο άφθαρτος, αυτός που δε φθείρεται, αθάνατος
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
άφθιτος
|