Δείτε επίσης: ἄστυλος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άστυλος η άστυλη το άστυλο
      γενική του άστυλου της άστυλης του άστυλου
    αιτιατική τον άστυλο την άστυλη το άστυλο
     κλητική άστυλε άστυλη άστυλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άστυλοι οι άστυλες τα άστυλα
      γενική των άστυλων των άστυλων των άστυλων
    αιτιατική τους άστυλους τις άστυλες τα άστυλα
     κλητική άστυλοι άστυλες άστυλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

άστυλος < (ελληνιστική κοινήἄστυλος < αρχαία ελληνική στῦλος

  Επίθετο επεξεργασία

άστυλος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία