Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άργασμα τα αργάσματα
      γενική του αργάσματος των αργασμάτων
    αιτιατική το άργασμα τα αργάσματα
     κλητική άργασμα αργάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

άργασμα < (αργάζω) αργασ- + -μα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈaɾ.ɣa.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άρ‐γα‐σμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άργασμα ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία