↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άπιοτος η άπιοτη το άπιοτο
      γενική του άπιοτου της άπιοτης του άπιοτου
    αιτιατική τον άπιοτο την άπιοτη το άπιοτο
     κλητική άπιοτε άπιοτη άπιοτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άπιοτοι οι άπιοτες τα άπιοτα
      γενική των άπιοτων των άπιοτων των άπιοτων
    αιτιατική τους άπιοτους τις άπιοτες τα άπιοτα
     κλητική άπιοτοι άπιοτες άπιοτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άπιοτος < α- + πίνω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

άπιοτος, -η, -ο

  1. που δεν τον ήπιαν
  2. που δεν πίνει ή δεν έχει πιει (ιδίως αλκοόλ)
     συνώνυμα: αμέθυστος
     αντώνυμα: μεθυσμένος

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη πίνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία