Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

άμμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άμμα ουδέτερο

  1. δεσμός, ότι είναι δεμένο
  2. κόμπος
    Ἅμμα, καὶ ῥάμμα νεμόμενον μὴ κάτω, ἀλλ' ἄνω, ἐν παρέξει, καὶ σχέσει, καὶ ἐπιδέσει, καὶ πιέξει. Κατ' ιητρείον, Ιπποκράτης
    ταῦτα εἴπας καὶ ἀπάψας ἅμματα ἑξήκοντα ἐν ἱμάντι, καλέσας ἐς λόγους τοὺς Ἰώνων τυράννους ἔλεγε τάδε· (Αυτά είπε κι ύστερα, δένοντας εξήντα κόμπους σ᾽ ένα σκοινί, κάλεσε σε σύναξη τους τυράννους των Ιώνων κι έλεγε τα εξής) Ηρόδοτος, Ιστορίαι, 4.98.1
  3. θηλιά
  4. σχοινί ή ταινία
    καὶ πρῶτα μὲν καθεῖσαν εἰς ὤμους κόμας νεβρίδας τ᾽ ἀνεστείλανθ᾽ ὅσαισιν ἁμμάτων σύνδεσμ᾽ ἐλέλυτο, (Άφησαν πρώτα τα μαλλιά τους να χυθούν στους ώμους..) Βάκχαι, Ευριπίδης (μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)
  5. ζώνη
    παρθενίας άμματα λυόμενα (Παλατινή Ανθολογία, 7.182 Μελεάγρου)
  6. μονάδα μέτρησης στην αρχαία Ελλάδα (θεωρείται ότι 1 άμμα = 18,4 μέτρα)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  1. Αμμά, όνομα

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία