άμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- άμε < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄμε, προστακτική του πηγαίνω < ἄγωμε < αρχαία ελληνική ἄγωμεν < ἄγω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐με
- τονικό παρώνυμο: αμέ
Επιφώνημα
επεξεργασίαάμε
- (λαϊκότροπο) ισοδύναμο με την προστακτική πήγαινε
Σημειώσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία άμε
|