άμβρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άμβρα | οι | άμβρες |
γενική | της | άμβρας | των | αμβρών |
αιτιατική | την | άμβρα | τις | άμβρες |
κλητική | άμβρα | άμβρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- άμβρα < ελληνιστική κοινή ἄμβαρ• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈam.vɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : άμ‐βρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
άμβρα θηλυκό
- Στέρεη, κηρώδης και εύφλεκτη ουσία, η οποία παράγεται στο έντερο της σπερματοφάλαινας, με χρώμα μαύρο ή γκρι. Χρησιμοποιείται κυρίως στη βιομηχανία αρωμάτων.
- ※ Στην αρωματοποιία, το άμπαρι και η άμβρα, μια ουσία που απομονώνεται από το άμπαρι, χρησιμοποιούνταν κυρίως ως στερεωτικό και όχι ως το κύριο αρωματικό συστατικό.
- Αμοιβή έως και 50.000 ευρώ για λίγο εμετό φάλαινας, in.gr, 30 Αυγούστου 2012
- ※ Στην αρωματοποιία, το άμπαρι και η άμβρα, μια ουσία που απομονώνεται από το άμπαρι, χρησιμοποιούνταν κυρίως ως στερεωτικό και όχι ως το κύριο αρωματικό συστατικό.
Μεταφράσεις επεξεργασία
άμβρα
|
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- άμβρα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)