Δείτε επίσης: άλκη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

άλκα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άλκα θηλυκό

  • μικρό πουλί του βορείου ημισφαιρίου που μοιάζει κάπως με τον πιγκουίνο

  Μεταφράσεις επεξεργασία