Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
άδραγμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
άδραγμα
τα
αδράγμα
τ
α
γενική
του
αδράγμα
τ
ος
των
αδραγμά
τ
ων
αιτιατική
το
άδραγμα
τα
αδράγμα
τ
α
κλητική
άδραγμα
αδράγμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
άδραγμα
<
αδράχνω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
άδραγμα
ουδέτερο
το σφιχτό
πιάσιμο
, η
λαβή
, το γράπωμα
Συγγενικά
επεξεργασία
αδράχνω
αδράχτι
αδραχτιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
άδραγμα
αγγλικά
:
grip
(en)